- αδιοχέτευτος
- η , ο [ος , ον ] неотведённый (о водах); стоячий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιοχέτευτος — η, ο [διοχετεύω] αυτός που δεν έχει διοχετευθεί … Dictionary of Greek
αδιοχέτευτος — η, ο αυτός που δε διοχετεύτηκε, δε βρήκε διέξοδο: Στο σημείο εκείνο τα νερά μένουν αδιοχέτευτα και λιμνάζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)